DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
enfant illégitime
law, social.sc. εξώγαμο τέκνο; νόθος; παράνομο τέκνο; φυσικό τέκνο
obs., proced.law. νόθο τέκνο
proced.law. τέκνο εκτός γάμου; τέκνο που γεννήθηκε εκτός γάμου; τέκνο που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του; τέκνο χωρίς γάμο των γονέων του