DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
to phrases
encrassement m
gen. φράξιμο; ακάθαρτο; ακατέργαστο; έμφραξη; επιπλήρωση; πιάσιμο του φίλτρου με στερεές ουσίες; στόμωση
agric. έμφραξη αγωγού
earth.sc. επικάθιση ακαθαρσίας
industr., construct., met. γιαλόχαρτο
mater.sc. βούλωμα των διακένων στη σχάρα της εστίας; κλείσιμο διακένων; φράξιμο διακένων
mech.eng. απόθεση άνθρακα
met. κλείσιμο
encrassement de la pointe d electrode ou de la molette m
met. κραμάτωση του ηλεκτροδίου
encrassement
: 9 phrases in 4 subjects
Chemistry3
Environment1
Mechanic engineering3
Metallurgy2