DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
to phrases
emboîtage m
agric., mech.eng. συσκευασία σε κουτιά
chem. μοντάρισμα ψιδιών
commun. θήκη; κάλυμμα; κάλυμμα βιβλίου
industr., construct. μπουγέτα υποδήματος; φτέρνα υποδήματος
 French thesaurus
emboîtage m
slang admonestation, aller en prison
emboîtage
: 8 phrases in 3 subjects
Agriculture1
Industry6
Materials science1