DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
effilochés v
industr., construct. υποπροϊόντα κτενιστικής μηχανής
effilocher v
industr., construct. ξεπατώνω; ξεσκίζω; ξεφτίζω
effiloché v
industr., construct. ξεφτίδια
effiloches v
tech., industr., construct. ανακατεργασμένο μαλλί
effilochée adj.
textile αναγεννημένο μαλλί; επαναχρησιμοποιημένο μαλλί; μαλλί από κουρέλια; μαλλί ξεφτίσματος
effilochés
: 6 phrases in 2 subjects
Industry4
Textile industry2