DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
dotation en capital
fin. προικοδότηση σε κεφάλαιο; διαθέτω ανάλογα κεφάλαια; εισφορά κεφαλαίου; εισφορά κεφαλαίων; εισφορά σε κεφάλαιο; εφοδιασμός κεφαλαίου