DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
to phrases
dosage m
agric. προσδιορισμός; ρυθμός εφαρμογής; ρυθμός ροής
chem. τιτλοδότηση; ογκομέτρηση; ογκομετρική ανάλυση; ογκομετρική τιτλοδότηση
chem., el. μίξη ανθράκων κατά αναλογία
coal., chem. καθορισμός αναλογιών
environ. δόση; δοσολογία; δοσομέτρηση; δόση/δοσολογία/δοσομέτρηση
pharma. περιεκτικότητα
dosage
: 136 phrases in 19 subjects
Agriculture18
Chemistry13
Communications1
Construction7
Earth sciences3
Economy4
Environment3
Finances1
Food industry1
General4
Health care2
Industry5
Materials science3
Mechanic engineering6
Medical39
Metallurgy2
Pharmacy and pharmacology2
Technology10
Transport12