DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
dope m
chem. παρασκευασμένο πρόσθημα για βαριά ορυκτά έλαια
dopé v
social.sc. ναρκομανής
dope v
chem. παρασκευασμένο πρόσθημα λιπάνσεως
doper v
el. εισάγω πρόσμειξη
dopé
: 23 phrases in 8 subjects
Chemistry4
Construction1
Electronics9
Environment1
Industry2
Information technology3
Medical1
Natural sciences2