DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
to phrases
donneur d'ordre
fin. εντολοδότης m; εντολέας f; εργολάβος m; εντελλόμενο μέρος; συντάκτης m
UN εντολοδότης, ο δίδων την εντολήν
donneur d'ordres
industr. εντολέας f
donneur d'ordre
: 10 phrases in 1 subject
Finances10