DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
to phrases
dilacération f
med. διάσχισις; διασπάραξις; τεμαχισμός; αποκόλληση δοντιών; βίαιο σχίσιμο ιστών; ξέσχισμα; σχάση; διάσχιση (dilaceratio)
dilacération
: 1 phrase in 1 subject
Medical1