DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
désépingler v
comp., MS ξεκαρφιτσώνω; ξεκαρφίτσωμα
transp., mech.eng. να αφαιρεθούν οι περόνες ασφάλισης; να βγούν οι κοπίλιες