DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
to phrases
délestage m
gen. ρίψη φορτίου
commun., transp. καθοδηγούμενη εκτροπή για ελάφρυνση της κυκλοφορίας
energ.ind. αποφόρτιση; απόρριψη φορτίου; μείωση φορτίου; σκόπιμη διακοπή φορτίων
transp. διόρθωση έρματος αεροσκάφους; αφερμάτισμα; ξεσαβούρωμα; εκτροπή της κυκλοφορίας
délestage
: 14 phrases in 6 subjects
Earth sciences1
Energy industry6
Environment3
General1
Mechanic engineering1
Transport2