| |||
κατακόπτης m; μετατροπέας σήματος συνεχούς ρεύματος σε παλμικό σήμα εναλλασσομένου ρεύματος; τσόπερ m |
découpeur : 20 phrases in 7 subjects |
Communications | 1 |
Construction | 1 |
Electronics | 13 |
Industry | 1 |
Information technology | 1 |
Labor law | 2 |
Metallurgy | 1 |