DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
décharge f
el. αποκορεσμός
décharge v
construct. απόθεση υλικού
earth.sc., el. ηλεκτρική αποφόρτιση; ηλεκτρική εκφόρτιση
el. αποφόρτιση
environ. χερσαία διάθεση; ταφή διάθεση απορριμμάτων; χωματερή; σωρός απορριμμάτων; χώρος απόρριψης αποβλήτων; χώρος διάθεσης απορριμμάτων; χώρος υγειονομικής ταφής απορριμμάτων; ταφή διάθεση απορριμμάτων/χωματερή; χώρος απόρριψης αχρήστων αντικειμένων; χώρος υγειονομικής ταφής αποβλήτων; χώρος υγειονομικής ταφής
fin. αποδέσμευση; απαλλαγή
industr., construct. εκφόρτωση
mater.sc., construct. εκφόρτιση
décharger v
gen. αποβάλλω; εκκενώνω; εκφορτίζω
el. αποφόρτιση; μείωση φορτίου
fin. εκφορτώνω
forestr. εκφόρτιση
décharge
: 404 phrases in 32 subjects
Agriculture19
Chemistry4
Communications2
Construction6
Criminal law1
Cultural studies2
Customs1
Earth sciences47
Economy3
Education1
Electronics55
Energy industry1
Environment92
Finances25
Forestry1
General6
Human rights activism1
Industry6
Information technology3
Labor law1
Law8
Life sciences6
Materials science7
Mechanic engineering50
Medical3
Metallurgy4
Natural sciences5
Politics3
Statistics2
Technology7
Transport29
Waste management3