DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
crevé v
transp., mech.eng. διαρρηγμένο ελαστικό επίσωτρο; σκασμένο
crevasse v
agric. ρωγμές
industr., construct., chem. Eλικοειδές ράγισμα
life.sc. ρωγμή 2.ρήγμα; σχισμή
med. ρωγμή
crevée adj.
met. εσωτερική διαμόρφωση,κολλάρο; τοπική διάτμηση
crevé
: 9 phrases in 4 subjects
Industry3
Life sciences2
Medical1
Transport3