DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
courtier m
fin. μεσίτης συναλλάγματος; μεσίτης χρηματαγοράς
forestr. μεσάζων
courtier adj.
commer., polit. διαμεσολαβητής με αντικείμενο όπλα; μεσίτης όπλων
econ. εμπορομεσίτης
fin. χρηματιστής; χρηματομεσίτης
fin., insur. μεσίτης
courtier
: 47 phrases in 12 subjects
Accounting3
Agriculture1
Commerce2
Communications2
Economy2
Finances21
Forestry1
General1
Information technology1
Insurance9
Marketing2
Transport2