DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
to phrases
corps m
agric., mech.eng. σώμα αρότρου
comp., MS σώμα
earth.sc., el., construct. υλικó βάσης
el. εσωτερική μάζα; εσωτερικό
fish.farm. Kύριο τμήμα; κύριο σώμα
IT κορμός; τμήμα δράσης; δεξιό τμήμα; επόμενος
mater.sc., mech.eng. κορμός κουτιού; σώμα κουτιού
mech.eng. ομοαξωνικό περιστρεφόμενο συγκρότημα συμπιεστού-στροβίλου; περιστρεφόμενο τύμπανο; στροφείο στροβιλοκινητήρα; τύμπανο πτερυγιοφόρων δίσκων
med. σώμα (corpus)
transp. περίβλημα; χιτώνιο
corpsvin qui a du- m
agric. πλούσιος
corps
: 758 phrases in 43 subjects
Agriculture58
Animal husbandry3
Astronautics1
Chemistry8
Communications15
Construction14
Cultural studies5
Earth sciences35
Economy4
Education4
Electronics30
Environment13
Finances4
Forestry1
General33
Government, administration and public services1
Health care10
Immigration and citizenship2
Industry21
Information technology18
Insurance16
Labor law7
Law35
Life sciences10
Materials science32
Mechanic engineering62
Medical205
Metallurgy21
Microsoft2
Mining2
Municipal planning7
Natural resourses and wildlife conservation1
Natural sciences11
Obsolete / dated1
Patents1
Pharmacy and pharmacology2
Scientific1
Social science1
Statistics3
Technology3
Textile industry1
Transport53
United Nations1