DictionaryForumContacts

   French Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
contrôle v
gen. επιθεώρηση
environ. έλεγχος/ρύθμιση/χειρισμός/χειριστήριο/επαλήθευση
IT επαλήθευση
IT, dat.proc. έλεγχοι
law έλεγχος μιας εταιρείας
law, insur., commun. έλεγχος' επιτήρηση
math. έλεγχος
social.sc., transp., mech.eng. ένδειξη
stat. έκδοση
tech., mech.eng. επιτήρηση; παρακολούθηση
transp. εξακρίβωση
contrôler v
agric., tech., mater.sc. ελέγχω; επιθεωρώ
IT επαληθεύω
contrôles v
IT, social.sc., transp. ενδείκτες ελέγχου
contrôler l'étanchéité des parties
: 1 phrase in 1 subject
Materials science1