DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
conformateur m
industr., construct. διαμορφωτής σχήματος; πρέσσα
industr., construct., chem. Mόρφωση ποδιού; σχηματοδότηση ποδιού
tech. διαμορφωτής
conformatrice adj.
industr., construct. μηχανή διαμόρφωσης; πρέσσα
conformateur
: 8 phrases in 5 subjects
Communications1
Electronics2
Industry1
Information technology1
Medical3