condition | |
law | προϋπόθεση; ρήτρα; όρος; έννομη θέση; νομική θέση; γεγονότα |
math. | περιορισμός |
D* | |
commun. IT | ειδική ανιχνευτικότητα |
entrée/sortie | |
IT | εισόδου/εξόδου |
| |||
προϋπόθεση; ρήτρα f; όρος; έννομη θέση; νομική θέση; γεγονότα f; περιστάσεις; περιστατικά f; συνθήκες; σχέσεις; αίρεση | |||
περιορισμός m | |||
συνθήκη | |||
θέση; κατάσταση | |||
| |||
συνθήκες | |||
σχέσεις; γεγονότα f; περιστάσεις; περιστατικά f | |||
όροι m | |||
| |||
Όροι m | |||
French thesaurus | |||
| |||
chambre; domicile |
conditions d'entrées : 1 phrase in 1 subject |
Patents | 1 |