DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
composer v
comp., MS πραγματοποιώ κλήση, καλώ
ed. εξετάζομαι γραπτώς
industr., construct. παρασκευάζω μίγμα; συμμιγνύω
composant adj.
gen. εξάρτημα
agric. συστατικό ή υλικό παρασκευής
agric., industr. εισερχόμενο; λίπασμα
chem. συστατικό
comp., MS δυνατότητα; στοιχείο
construct. δομικό στοιχείο
environ., el. διάταξη; ηλεκτρονικό εξάρτημα; ηλεκτρονικό στοιχείο
forestr. μέρος συνόλου
IT, el. συνιστώσα
transp., avia. συστατικό μέρος; συστατικό στοιχείο
composants adj.
gen. επί μέρους στοιχεία
tech. εξαρτήματα' συστατικά
composante adj.
phys.sc. συνιστώσα
 French thesaurus
composant adj.
mil., logist. Dans le domaine de la logistique, pièce ou assemblage de pièces assurant une fonction déterminée et dont le montage ou le remplacement ne peut se faire qu'en totalité. (FRA)
composant
: 513 phrases in 38 subjects
Accounting2
Agriculture8
Canada1
Chemistry17
Coal1
Communications40
Earth sciences29
Economy8
Education1
Electronics105
Energy industry2
Environment20
Finances9
Forestry1
General19
Health care4
Industry6
Information technology65
Insurance1
Labor law3
Law6
Life sciences18
Marketing9
Materials science10
Mechanic engineering17
Medical3
Metallurgy6
Microsoft47
Natural sciences11
Pharmacy and pharmacology2
Politics3
Research and development1
Scientific2
Social science1
Statistics13
Taxes1
Technology2
Transport19