commande | |
comp., MS | εντολή; παραγγελία |
el. | χειρισμός; έλεγχος; καθοδήγηση; μετάδοση κίνησης |
IT | έλεγχος προγράμματος; έλεγχος ανοικτού βρόγχου |
central | |
commun. | τηλεφωνικό κέντρο |
commande centrale : 24 phrases in 6 subjects |
Agriculture | 2 |
Communications | 11 |
General | 1 |
Information technology | 3 |
Mechanic engineering | 4 |
Transport | 3 |