DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
coincer v
gen. κόλλημα
transp., mech.eng. να εμπλακεί; να κολλήσει; να μαγκώσει
coincé adj.
forestr. κόλλημα (στη λάσπη)
life.sc., transp. στριμωγμένο
coincé
: 3 phrases in 3 subjects
Coal1
Earth sciences1
Forestry1