| |||
διάτρηση ηλεκτρομόνωσης | |||
διάσπαση | |||
διακοπή; δημιουργία τόξου διά μέσου του μονωτικού υλικού; διάσπαση του διηλεκτρικού; διάτρηση; ηλεκτρική κατάρρευση; κατάρρευση |
claquage : 27 phrases in 5 subjects |
Earth sciences | 5 |
Electronics | 14 |
Energy industry | 2 |
Industry | 5 |
Information technology | 1 |