DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
to phrases
cintrage m
industr., construct. στράβωμα; κύρτωση ξύλου; παραμόρφωση υφάσματος από καμπύλωση νημάτων
mech.eng. εργασία τοξοειδούς κάμψης; κάμψη
cintrage
: 16 phrases in 8 subjects
Agriculture1
Chemistry1
Earth sciences1
Industry5
Mechanic engineering1
Metallurgy4
Scientific1
Transport2