DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
charas m
nat.sc., agric. χαρίδες (Characeae)
social.sc., health. ρητίνη καννάβεως; ρητίνη κανναβιού; ρητίνη της κάνναβης; χασίς; χόρτο; μαύρη; νταμίρα; ταλμίρα