DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
verb | noun | to phrases
chandelle v
agric. πρέμνον,κούτσουρο
coal., met. σωλήν καύσεως υπολειμμάτων αερίου
construct. κατακόρυφον υποστήριγμα; κατακόρυφον υποστύλωμα
mech.eng. στρίποδο; τρίποδο; υποστάτης; ράβδος οριζοντίωσης κατά την ανύψωση
nat.res., agric. πικραλίδα (Taraxacum dens leonis, Taraxacum officinale)
tech., industr., construct. ικρίωμα
transp. σαντέλα; ορθοστάτης; στύλος
transp., avia. σαντέλλα; δυναμική άνοδος; κατακόρυφη άνοδος
 French thesaurus
chandelle f
mil., logist. Dispositif permettant de disperser un produit solide sous forme d'aérosol par chauffage (FRA)
chandelle
: 14 phrases in 7 subjects
Agriculture2
Chemistry1
Industry1
Mechanic engineering3
Metallurgy2
Natural resourses and wildlife conservation2
Transport3