DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
to phrases
chalumeau m
gen. καμινευτήρας,καμινευτικός φυσητήρας; καμινευτήρ αυλός κοπής
agric. φυσητήρ
industr., construct. αυλός
industr., construct., met. καμινέττο; φυσητής
met. λυχνία συγκόλλησης
chalumeau
: 128 phrases in 8 subjects
Chemistry2
Electronics3
General1
Industry5
Labor law3
Mechanic engineering3
Metallurgy110
Technology1