DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
to phrases
centrale électrique
energ.ind., el. σταθμός παραγωγής ηλεκτρισμού
environ. μονάδα σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας; σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας; μονάδα σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ισχύος
centrale électrique
: 34 phrases in 7 subjects
Electronics2
Energy industry21
Environment6
General1
Labor law1
Municipal planning1
Nuclear physics2