brevet | |
gen. | ευρεσιτεχνία/δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
econ. | δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
D* | |
commun. IT | ειδική ανιχνευτικότητα; D* |
utilité | |
transp. | ωφέλιμη αξία |
dessin | |
comp., MS | σχέδιο |
ET | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
marque | |
transp. | μάρκα |
| |||
ευρεσιτεχνία/δίπλωμα ευρεσιτεχνίας | |||
δίπλωμα ευρεσιτεχνίας | |||
πιστοποιητικό ειδικότητας |
brevets : 255 phrases in 18 subjects |