DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
to phrases
barillet m
gen. κάννη; κάννη όπλου
chem., el. δέκτης αποστακτικού κέρατος
coal., met. προ-συλλογή αερίου
industr., construct. πυξίδα που περιέχει το μεγάλο ελατήριο
industr., construct., chem. Aυτόματο μασσούρισμα
mech.eng. περιστρεφόμενη κυλινδρική εργαλειοκεφαλή τύπου ρεβόλβερ
mun.plan. βαρελάκι; κύλινδρος
barillet
: 34 phrases in 7 subjects
Chemistry5
Coal2
Communications1
General3
Industry7
Mechanic engineering10
Transport6