| |||
διάδοχος; εκδοχέας; διάδοχος' ο έλκων δικαίωμα; ο έλκων δικαίωμα | |||
δικαιούχος m | |||
νόμιμος διάδοχος; δικαιούχος μιας κοινωνικής παροχής; έλκων δικαιώματα από άλλον |
ayant droit : 30 phrases in 8 subjects |
Economics | 3 |
Finances | 9 |
General | 4 |
Human rights activism | 1 |
Insurance | 4 |
Law | 7 |
Taxes | 1 |
Transport | 1 |