| |||
αρθρωτός σύνδεσμος | |||
άρθρωσις; διάρθρωσις; συνάρθρωσις | |||
κεφαλή άρθρωσης; αρθρωτή σύνδεση | |||
άρθρωση; διακλάδωσις; διασταύρωσις; συμβολή; συνδέσμωσις | |||
| |||
αρθρώσεις | |||
French thesaurus | |||
| |||
Constitution d’une troupe en différentes fractions subordonnées dont la composition articulation des moyens et le chef articulation du commandement sont nettement précisés. (FRA) |
articulation : 235 phrases in 14 subjects |