| |||
μονόχειροι (Balistidae); βαλιστές (Balistidae) | |||
| |||
άνω πέλμα ζευκτού; αμείβων | |||
βαλιστής (Balistes capriscus, Balistes carolinensis (Gmelin)); γαϊδουρόψαρο (Balistes capriscus, Balistes carolinensis (Gmelin)); μονόχειρος (Balistes capriscus, Balistes carolinensis (Gmelin)) | |||
φέρουσα δοκός | |||
δοκός στέγης; καδρόνι; καδρόνι στέγης |
arbalétriers : 4 phrases in 1 subject |
Industry | 4 |