DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
to phrases
amortisseur m
gen. αποσβεστήρ ταλαντώσεων; αποσβεστήρας
agric. εκφορτωτής πίεσης; εξομαλυντής πίεσης
earth.sc., el. απομονωτήρας; απομονωτής
el. αποσβέστης
industr., construct. υφασμάτινη ζώνη
mech.eng. αποσβεστήρας κρούσεως; επικάθιση
mech.eng., el. τύλιγμα απόσβεσης
tech. αμορτισέρ; μειωτήρας κραδασμών; αποσβεστήρας ταλαντώσεων' αμορτισέρ
transp., mech.eng. συσκευή απόσβεσης των κραδασμών; αποσβεστήρας κραδασμών; αποσβεστήρας κρούσεων
amortisseur
: 148 phrases in 14 subjects
Agriculture6
Chemistry1
Communications3
Cultural studies1
Earth sciences7
Forestry1
General2
Hobbies and pastimes1
Industry1
Information technology1
Mechanic engineering60
Natural sciences1
Technology2
Transport61