|
|
coal. |
εμπυρεύω; εναύω |
comp., MS |
φύτρο |
earth.sc., el. |
διεγείρω; ρευματοδοτώ; ενεργοποιώ |
IT, el. |
boot |
|
|
gen. |
εμπύρευμα; καψύλιο; κροτικό καψύλιο; καψύλιον; πυροκροτητής; εμπύρευμα; καψούλι; έναυσμα |
agric. |
έναρξη |
chem. |
λουτρό εκκίνησης |
coal., construct. |
πυροκροτητής μετά θρυαλλίδος |
commer. |
στοιχείο που προσελκύει και αιχμαλωτίζει το μάτι |
commun., el. |
δείκτης πέρατος; οδηγός; πίσω περιθώριο μαγνητικής ταινίας |
construct. |
κενόν |
fish.farm. |
δόλωμα |
industr., construct., met. |
διαμάντωμα; καλτσίνα; ράγισμα; ράγισμα άκρου; ρωγμή άκρου |
IT, el. |
αρχικό πρόγραμμα εκκίνησης |
life.sc. |
εκκινητής |
|
|
industr., construct., met. |
αρχίζω την κοπή με χτύπημα |
|
French thesaurus |
|
|
comp., MS |
lhM ¼cht½ |