DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
to phrases
amidon m
gen. άμυλο (amylum)
agric. αμυλόκολλα
agric., food.ind., industr. παντοειδή άμυλα; άμυλο κάθε είδους
coal., chem. φυτόκολλα
econ. άμυλο
industr., construct. κόλλα κολλαρίσματος; κόλλα φινιρίσματος
amidon
: 78 phrases in 8 subjects
Agriculture37
Chemistry13
Environment1
Food industry21
General1
Health care2
Natural sciences2
Politics1