DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective | to phrases
aiguille f
transp. ελάνα
aiguille d'un résineux f
forestr. βελόνα (κωνοφόρου)
aiguille v
agric. ευθύ αγκίστρι; κινητή βελόνα
agric., industr. λοξοκομμένος μίσχος
commer. Βελόνη σύριγγας
el. αιχμή
fish.farm. ίσιο αγκίστρι
industr., construct. δείκτης
industr., construct., met. λαμαρίνα ψύξης Fο
nat.sc. βελόνα
social.sc. γκανάκι
textile πόιντς
transp. κλειδί; ράβδος μαγνητικής τροχαλίας; έλασμα βελόνας αλλαγής; βελόνη; λάμα βελόνας αλλαγής
aiguilles v
commun., met. βελόνες
fish.farm. γιγαντοζαργάνες (Tylosurus spp.)
nat.res. ζαργάνες (Tylosaurus spp.)
transp., tech., construct. ψαλίδι σιδηροδρομικής γραμμής
aiguiller v
IT, tech. διακλαδίζομαι
aiguillée adj.
industr., construct. βελόνιασμα; κομμάτι κλωστής στη βελόνα
aiguille
: 467 phrases in 26 subjects
Agriculture5
Chemistry6
Commerce1
Communications18
Construction1
Earth sciences9
Electronics9
Fish farming pisciculture16
General3
Immigration and citizenship1
Industry68
Information technology14
Life sciences4
Mechanic engineering14
Medical76
Metallurgy16
Natural resourses and wildlife conservation2
Natural sciences2
Nuclear physics1
Pharmacy and pharmacology1
Scientific2
Statistics1
Technology3
Textile industry2
Transport191
Work flow1