DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
affrètement/frètement
transp., avia. Μίσθωση κατά την οποία ο εκμισθωτής διαθέτει το α/φος, το πλήρωμα και έχει την ευθύνη της πτητικής εκμετάλλεσυης