DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
to phrases
Couchette f
forestr. φάτνωμα
couchette f
gen. κουκέτα (lectus); κρεβάτι (lectus)
agric. κλίνη; κοίτη; κουκέτακν.
transp. κρεβάτι σε κλινοθέσιο όχημα
transp., avia. θέση - κρεββάτι
Couchette
: 12 phrases in 1 subject
Transport12