étang | |
environ. | δεξαμενή; τεχνητή λίμνη; δεξαμενή/τεχνητή λίμνη |
environ. fish.farm. | μικρή αβαθής λίμνη |
dé | |
construct. | κονίαμα εδράσεως |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
hobby | ζάρι; κύβος |
industr. construct. met. | κυβικά υαλοθραύσματα |
première | |
leath. | εσωτερική σόλα |
| |||
δεξαμενή; τεχνητή λίμνη; δεξαμενή/τεχνητή λίμνη (stagnum) | |||
μικρή αβαθής λίμνη | |||
λιμνούλα f |
étang de premier : 1 phrase in 1 subject |
Natural sciences | 1 |