DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
érésipèle m
agric., health., anim.husb. ερυσίπελας των χοίρων (erysipelas suis); ερυθρά των χοίρων (erysipelas suis); ερυθρός πυρετός των χοίρων (erysipelas suis)