DictionaryForumContacts

   French Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
épreuve f
gen. τυπογραφικό δοκίμιο; δοκιμασία
commun. διόρθωση; δοκίμιο
cultur. κόπια εργασίας
ed. εξεταστική δοκιμασία
math. δοκιμή; πείραμα
pharma., environ. δοκιμασία/ανάλυση μεταλλεύματος
epreuve f
coal., chem., el. δοκιμή
épreuve de l'hyperglycémie
: 2 phrases in 1 subject
Medical2