agent | |
Canada comp., MS | παράγοντας |
econ. | υπάλληλος |
fin. | ενδιάμεσοι φορείς; όργανα μεταβίβασης |
health. | δραστικό μέσο; θραστική δύναμη |
law IT | υποκείμενο ασφάλειας |
proced.law. | πράκτορας |
D* | |
commun. IT | ειδική ανιχνευτικότητα |
entrée | |
tech. mech.eng. | είσοδος της αντλίας |
lait | |
econ. | γάλα |
vie active | |
lab.law. | οικονομικά παραγωγικός βίος |
| |||
αντιπρόσωπος | |||
παράγοντας | |||
ενδιάμεσοι φορείς; όργανα μεταβίβασης | |||
δραστικό μέσο; θραστική δύναμη; ποιητικό αίτιο | |||
υπάλληλoς | |||
υποκείμενο ασφάλειας | |||
πράκτορας | |||
| |||
ηλικία; εποχή (αρχαιολογική); περίοδος (γεωλογική); ηλικία/περίοδος γεωλογική/εποχή αρχαιολογική | |||
| |||
άξονας; ιστοβολεύς αρότρουκ.σταβάρι; σταβάρι | |||
| |||
υπάλληλος (ΕΕ) | |||
French thesaurus | |||
| |||
Accords généraux d'emprunt | |||
Assemblée Générale Extraordinaire (Внеочередное общее собрание акционеров/участников Yanick) | |||
Assemblée Générale Extraordinaire (vleonilh) |
âge d : 217 phrases in 33 subjects |