DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
αντικείμενο που έχει κλαπεί, υπεξαιρεθεί ή απωλεσθεί; κλαπέν, υπεξαιρεθέν ή απωλεσθέν αντικείμενο
crim.law. robado, sustraído o extraviado