DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
καουτσούκ σε σκόνη,το οποίο λαμβάνεται από τα απορρίμματα ή από τα αποκόμματα του μη σκληρυμένου καουτσούκ
industr., construct. caucho en polvo obtenido a partir de desperdicios o restos de caucho sin endurecer