DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
περιορίζω την αυτονομία λήψεως αποφάσεων ή την εξουσία σύναψης συνθηκών εκ μέρους των συμβαλλομένων μερών
law restreindre l'autonomie de décision des parties ou leur capacité de conclure des traités