DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
έλλειψη συνδέσεως με μορφή αυλακώσεως μεταξύ δύο διαδοχικών στρώσεων ή μεταξύ του μετάλλου βάσεως και του υλικού εναποθέσεως
industr., construct., chem. caniveau m; sillon m