DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
ηλεκτρική γραμμή
environ. sähköjohto (μεταφοράς ισχύος); sähköjohtolinja (μεταφοράς ισχύος)
ηλεκτρική γραμμή μεταφοράς ισχύος
environ. "sähköjohto, sähköjohtolinja"