DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
βιομηχανία v
environ. ruuanjalostusteollisuus; teollisuus
stat., industr., construct. teollinen talous
βιομηχανία κλάδος δέρματος v
environ. nahkateollisuus
βιομηχανία κλάδος χυτηρίων σιδήρου v
environ. rautatehdasteollisuus
βιομηχανία κλάδος προϊόντων μετάλλου v
environ. metallituoteteollisuus