DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Leasing n
econ. χρηματοδοτική πίστωση; χρηματοδοτική μίσθωση; λήζινγκ
fin. χρηµατοδοτική µίσθωση; leasing
industr., construct. διαμοιρασμός κλωστών; σταύρωμα f
market., fin. χρηματοδοτική μίσθωση
Leasing Operating- n
account. μίσθωση λειτουργική-
leasing
: 16 phrases in 5 subjects
Economics1
Finances7
Insurance1
Law4
Transport3